- προερευνώμενοι
- προερευνώμενοι , προερευνάομαιpres part mp masc nom/voc plπροερευνάωsearch out firstpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προερευνώ — άω, Α 1. εξετάζω προηγουμένως 2. φρ. «οἱ προερευνώμενοι ἱππεῑς» οι έφιπποι ανιχνευτές … Dictionary of Greek